λεκιθικός

λεκιθικός
-ή, -ό [λέκιθος]
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη λέκιθο (α. «λεκιθικός ασκός» — κυστίδιο που προεξέχει στο έξω σπλαγχνικό κοίλωμα τού εμβρύου, αποτελώντας συνέχεια τού αρχέγονου εντέρου
β. «λεκιθικός σάκος» — σάκος ή θύλακος που περιέχει τη λέκιθο και είναι προσαρτημένος στον τροφικό αγωγό τού εμβρύου με τον λεκιθικό μίσχο).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • μεμβράνη — Λεπτό φύλλο από εύκαμπτο υλικό, κυρίως ζωικής ή φυτικής προέλευσης. Η μ. μπορεί να είναι προικισμένη με ορισμένες ιδιότητες, όπως για παράδειγμα οι ημιδιαπερατές μ., οι οποίες επιτρέπουν τη διέλευση μορίων νερού μέσω αυτών, όχι όμως και των… …   Dictionary of Greek

  • έμβρυο — Κάθε ζωικός οργανισμός στα στάδια ανάπτυξής του από το ζυγωτό (γονιμοποιημένο ωάριο) έως την απελευθέρωσή του στο περιβάλλον (μέσω εκκόλαψης ή τοκετού). Ειδικότερα έ. ονομάζεται ο οργανισμός έως το στάδιο της ολοκλήρωσης της ιστογένεσης, η οποία… …   Dictionary of Greek

  • αλεκιθικός — ή, ό 1. λέγεται για τα ωάρια που δεν περιέχουν ή περιέχουν ελάχιστη ποσότητα λεκίθου* 2. αυτός που δεν περιέχει πολλές θρεπτικές ουσίες. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερητ. + λεκιθικός* πρβλ. αγγλ. alecithal ή alecithic] …   Dictionary of Greek

  • λέκιθος — Κύριο δομικό συστατικό των αβγών. Είναι γνωστό με την κοινή ονομασία κρόκος. Ο όρος λ. χρησιμοποιείται επίσης για να περιγράψει το σύνολο των στοιχείων που απαρτίζουν το ώριμο ωάριο, εκτός από τον πυρήνα και τη λεκιθική μεμβράνη. Η λ. του αβγού… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”