- λεκιθικός
- -ή, -ό [λέκιθος]αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη λέκιθο (α. «λεκιθικός ασκός» — κυστίδιο που προεξέχει στο έξω σπλαγχνικό κοίλωμα τού εμβρύου, αποτελώντας συνέχεια τού αρχέγονου εντέρουβ. «λεκιθικός σάκος» — σάκος ή θύλακος που περιέχει τη λέκιθο και είναι προσαρτημένος στον τροφικό αγωγό τού εμβρύου με τον λεκιθικό μίσχο).
Dictionary of Greek. 2013.